Οι εκτός Ηνωμένων Πολιτειών επιχειρήσεις της εταιρίας αναπτύχθηκαν ραγδαία στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και μέχρι το 1950 το ένα τρίτο των κερδών της προερχόταν από χώρες του εξωτερικού. Η αύξηση αυτή συνέπεσε με τη διόγκωση της αμερικανικής πολιτικής επιρροής και την ανάληψη ηγετικής θέσης στη μάχη εναντίον του κομουνισμού από τις ΗΠΑ, καθώς και με τη χρηματοδοτούμενη από την Αμερική πρωτοβουλία ανασυγκρότησης της Ευρώπης, το γνωστό Σχέδιο Μάρσαλ. Όσοι αντιτίθεντο στην αύξηση της αμερικανικής δύναμης, θεωρώντας το Σχέδιο Μάρσαλ ιμπεριαλισμό με άλλο όνομα, βρήκαν στην κόκα κόλα έτοιμο στόχο ια τα πυρά τους. Ο όρος «αποικιοκρατία της κόκας» (Coca- Colonization) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Γάλλους αριστερούς, που οργάνωσαν μια τεράστια εκστρατεία ενάντια στην ίδρυση καινούργιων εργοστασίων κόκα κόλας στην πατρίδα τους. Η εμφάνισή τους, διατείνονταν, θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την εγχώρια παραγωγή κρασιού και μεταλλικού νερού· πολλοί εισηγήθηκαν να τεθεί το αναψυκτικό εκτός νόμου, με την αιτιολογία ότι ήταν δηλητηριώδες. Γεγονός που προκάλεσε κατακραυγή στην Αμερική, με τις εφημερίδες να ζητούν τη διακοπή του Σχεδίου Μάρσαλ για τους αχάριστους Γάλλους. Οι υπεύθυνοι της εταιρίας παρατήρησαν ότι το ποτό προφανώς δεν είχε επηρεάσει αρνητικά την υγεία των Αμερικανών στρατιωτών που ελευθέρωσαν τη Γαλλία.
Οι γαλλικές εφημερίδες απάντησαν αναλόγως· η Le Monde προειδοποιούσε ότι «κινδυνεύει η ηθική της Γαλλίας». Γάλλοι διαδηλωτές αναποδογύρισαν φορτηγά με κόκα κόλα και έσπα- οαν μπουκάλια. Αλλά στο τέλος οι διαμαρτυρίες δεν κατάφεραν να σταματήσουν την επέλαση του αναψυκτικού. Απεναντίας έκαναν δωρεάν διαφήμιση, προσδίδοντας στο ποτό τη γοητεία του γ ζωτικού και του απαγορευμένου.
Ακολούθησαν παρόμοιες εκστρατείες και σε άλλες χώρες. Οι κομουνιστές ακτιβιστές διατείνονταν ότι η κόκα κόλα ήταν επισφαλής για την υγεία και ότι η εξάπλωσή της θα «μόλυνε» τα ευρωπαϊκά κράτη με τις αμερικανικές πολιτιστικές αξίες. Στο πλευρό τους βρίσκονταν ζυθοποιοί, κατασκευαστές αναψυκτικών και εμφιαλωτές μεταλλικού νερού, που έτριβαν τα χέρια τους με την υστερία που ξεσήκωναν οι κομουνιστές. Οι Αυστριακοί κομουνιστές ισχυρίζονταν ότι το παράρτημα της κόκα κόλας στη χώρα τους μπορούσε να μετατραπεί σε ατομικό εργοστάσιο. Οι Ιταλοί διατείνονταν ότι η κόκα κόλα ασπρίζει τα μαλλιά των παιδιών μέσα σε μια νύχτα. Η εταιρία συνέχισε ήρεμα την επέκτασή της, αρνούμενη να απαντήσει στις κατηγορίες, με την πεποίθηση ότι η άμεση επαφή με το προϊόν θα έπειθε τους καταναλωτές. Ο πρόεδρος της εταιρίας Ρόμπερτ Γούντραφτ εξήγησε ο ίδιος τον ανταγωνισμό των κομουνιστών κατά της κόκα κόλας, παρατηρώντας ότι το αναψυκτικό ήταν «η ουσία του καπιταλισμού». Αλλά με τη διάδοση του ποτού η εξωφρενική κινδυνολογία – όπως το ότι προκαλούσε ανικανότητα, καρκίνο ή στειρότητα – καταλάγιασε.
Το 1959 ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον επισκέφθηκε τη Μόσχα, όπου αντάλλαξε προσβολές με τον Σοβιετικό πρωθυπουργό Νικίτα Χρουστσόφ σε μια ειδική εμπορική έκθεση που παρουσίαζε τα αμερικανικά προϊόντα. Σε ένα μικρό θρίαμβο δημοσίων σχέσεων για την PespiCo, ο Νίξον και ο Χρουστσόφ στάθηκαν μπροστά από το σταντ της εταιρίας και φωτογραφήθηκαν πίνοντας πέπσι. Αλλά όταν το 1965 η κόκα κόλα άρχισε να ερευνάτην ενδεχόμενη επέκτασή της στη Ρωσία, πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, όπου την περίμενε μια τεράστια δονητική αγορά, έπεσε πάνω σε τοίχο. Η ύπαρξη ιδιωτικών εταιριών απαγορι ιιόταν στα κομουνιστικά κράτη· έτσι, η κυβέρνηση θα γινόταν συνεταίροι, της εταιρίας και θα καρπωνόταν τα κέρδη. Με τον πόλεμο ion Βιετνάμ σε εξέλιξη, ακούστηκαν διαμαρτυρίες ότι το κλείσιμο μκιι, τέτοιας συμφωνίας θα σήμαινε, ουσιαστικά, τη χρηματοδότηση ton κομουνιστή εχθρού. Έτσι η εταιρία εγκατέλειψε γρήγορα τα σχέδιά της.
Μ’ αυτό τον τρόπο έμενε ανοιχτός ο δρόμος για την Pepsi, Όταν έχασε στις εκλογές για κυβερνήτης της Καλιφόρνιας ι ο 1962, ο Νίξον έγινε μέλος της νομικής εταιρίας της πέπσι και πρέσβης του αναψυκτικού στο εξωτερικό. Ανέγγιχτη όπως ήταν από την αντικομουνιστική προπαγάνδα, η πέπσι είχε περισσότερες πιθανότητες να επεκταθεί mo ανατολικό μπλοκ. Ίδρυσε εργοστάσια οιη Ρουμανία το 1965 και, με τη βοήθεια του Νίξον, άρχισε να πωλείται στη Ρωσία, όπου της χορηγήθηκε αποκλειστική άδεια το 1972. Η κόκα κόλα φαινόταν έτοιμη να μπει στο παιχνίδι το 1980, όταν ανακηρύχθηκε επίσημο αναψυκτικό των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας την ίδια χρονιά. Αλλά ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ κήρυξε αμερικανικό μποϊκοτάζ των αγώνων, σε αντίποινα για τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, και η κόκα κόλα έμεινε πάλι με άδεια χέρια.
Τελικά, όμως, η αποτυχία της κόκα κόλας να εδραιωθεί στις χώρες του ανατολικού μπλοκ απέβη υπέρ της. Το τείχος του Βερολίνου έπεσε το 1989, προαναγγέλλοντας την πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων σε όλη την ανατολική Ευρώπη και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Καθώς οι Ανατολικογερμανοί ξεχύνονταν μέσα από το τείχος στο Δυτικό Βερολίνο, το πρώτο που αντίκριζαν ήταν η κόκα κόλα. «Βρεθήκαμε να καλωσορίζουμε τους νεοφερμένους με μπανάνες, κόκα κόλες, λουλούδια και ό,τι άλλο βρωμούσε δυτικό καπιταλισμό», ανακαλεί ένα αυτόπτης μάρτυρας. Οι Ανατολικογερμανοί σχημάτιζαν ουρές για να αγοράσουν κόκα κόλα με το κασόνι απευθείας από το εργοστάσιο. Μαζί με τα συστήματα hi-fi, τις τηλεοράσεις, τα ψυγεία και άλλα καταναλωτικά αγαθά, η κόκα κόλα βρισκόταν στις πρώτες θέσεις της λίστας με τα προϊόντα που αγόραζαν οι Ανατολικογερμανοί. Η πτώση του κομουνισμού έστρεψε την επιτυχία της πέπσι πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα εναντίον της. Οι περισσότεροι καταναλωτές τη θεωρούσαν τοπική μάρκα, συνδεδεμένη με το παλιό καθεστώς, ενώ η κόκα κόλα φάνταζε φρέσκια, εξωτική, ένα σύμβολο ελευθερίας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η κόκα κόλα είχε ξεπεράσει την πέπσι σε πωλήσεις στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
(Από το βιβλίο “Η ιστορία του κόσμου σε 6 ποτήρια” του Tom Standage – πιο σοβαρά θέματα υγείας με την Κόκα Κόλα θα βρείτε εδώ )