Τέλος, The End, Fin, Koniec, διάλεξέ το σε μια γλώσσα, ντύσε το με το πιο αγαπημένο σου τραγούδι και άφησε τα τελευταία λεπτά της μπομπίνας να τυλίξουν αγκομαχώντας, το ταλαιπωρημένο φιλμ της σχέσης που τελειώνει.
Τα φώτα ανάβουν και βλέπεις πάλι τον κόσμο που κρυβόταν.
Δεν τον πεθύμησες;
Σηκώνεσαι από το αναπαυτικό κάθισμα και ξανά-ανακαλύπτεις τη χαρά της κίνησης στο χώρο της δικής σου ζωής, που εθελοντικά έκοψες στη μέση με αντάλλαγμα ένα άλλο μισό, τόσο αταίριαστο όπως αποδείχθηκε, που από καλοσύνη δεν το αποκαλείς λειψό.
Δηλαδή κι έτσι να το πεις ή κι ακόμη χειρότερα, δικαίωμα σου.
Το θυμό, την οργή σαν αντίδραση, κακώς μας δίδαξαν να μην τα βγάζουμε παραέξω.
Φώναξε, βρίσε, ναι, βρίσε χωρίς όριο, βλαστήμησε ασύστολα.
Ευχήσου οι ενοχές να τη χτυπήσουν σαν τρένο και σπείρε κατάρες να τη χτυπήσει και αληθινό τρένο.
Μόλις έρθεις στα ίσα σου, θύμωσε και με τον εαυτό σου που φορτώθηκε λάθη αλλονών κι ύστερα ο νους σου θα ξαστερώσει.
Μπορεί και να συγχωρήσεις, μπορεί να ανοίξεις την πόρτα να φύγει ελεύθερη, συνειδητοποιώντας ότι εσύ ήσουν ο φυλακισμένος.
Σκας χαμόγελο με τον καιρό, αλλά θυμώνεις όταν σε κάθε απόπειρα μιας νέας αρχής συναντάς κομμάτια από το παρελθόν.
Υπομονετικά πετάς ένα-ένα ό,τι ξέμεινε πίσω σαν το μπλουζάκι που κρύφτηκε στο βάθος του συρταριού, μονολογώντας:”Αυτό είναι το τελευταίο”.
Πολλοί είναι αυτοί που επιλέγουν να ξαναζήσουν το ίδιο έργο με καινούρια διανομή.
Που δεν ψάχνουν διαφορετικές λέξεις, νέους προορισμούς να ταξιδέψουν καλύπτοντας την ανάγκη της συμπόρευσης κι όπου βγει.
Που με τη φόρα του αρχικού ενθουσιασμού, παραβλέπουν αυτά τα μικρά που προηγουμένως τους την έδιναν στα νεύρα και έγιναν αξεπέραστα βουνά, βαθιές χαράδρες ασυμφωνίας.
Ώσπου ξανασυναντούν λοφάκια, αστεία χαντάκια και αρνούνται να κάνουν βήμα μπροστά.
Η μνήμη τους πετάει προειδοποιητικό μήνυμα, σε κόκκινο πλαίσιο να αναβοσβήνει, επαναλαμβάνοντας:“Κίνδυνος-κίνδυνος”.
Τι το ΄θελες πάλι;
Και αφού δεν αλλάζει ο κόσμος, φιλοτιμείσαι να αλλάξεις εσύ, έστω ένα face-lift, να είσαι εντός εποχής.
Πόσες αρχές για ένα υποφερτό τέλος.
Προβλέψιμες αντιδράσεις που είναι τόσο δεδομένες. Τα ίδια κενά στην επικοινωνία, τα θέλω που δεν είναι δικά σου απωθημένα.
Αλλά συνεχίζεις.
Συνεχίζεις ακούραστα την αναζήτηση κι ας προσφέρεις στην αγορά των μεταχειρισμένων αισθημάτων τα δικά σου που ξεθώριασαν από την ταλαιπωρία.
Ο καριόλης ο έρωτας είναι ωραίος, αλλά πες μου, πόσο θα αντέξει κι αυτή τη φορά στο χρόνο που του κλέβει το πάθος;
Καταλήγεις ορθολογιστικά, να δώσεις ζωντάνια στα χρώματα της ζωής που ξεθωριάζει, γνωρίζοντας κατά βάθος, ακόμη κι αν το αρνείσαι, πως το μόνο που θα αρκούσε είναι ένας συναινετικός συμβιβασμός, δύο ανικανοποίητων συνένοχων.
Γιατί θυμάσαι τελικά πόσο χρήσιμο είναι το δεύτερο ζευγάρι χέρια, όταν βάζεις το πάπλωμα στη διπλή θήκη του.
Φωτογραφία: ©Leszek Bujnowski