Γράφτηκαν αρκετά όταν μας άφησε η γειτόνισσα μου η Βούλα η Μάστορη. Δεν ήθελα εκείνη την ημέρα να προσθέσω στον θόρυβο. Ούτε να πω για την συνομιλία μας όταν είδε στο Facebook μου εικόνες από το “με Λένε Αλέξη” ένα δικό της βιβλίο που διάβαζα μικρός, πως συγκινήθηκε που το βρήκα γιατί δεν κυκλοφορεί εδώ και δεκαετίες, τι γλυκός άνθρωπος που ήταν στο καθετί.
Παραθέτω απλά ένα απόσπασμα πιο πρόσφατου βιβλίο της που κυκλοφορεί, έτσι στην τύχη, γιατί ότι κι αν έγραψε αυτή η γυναίκα είχε αγάπη που ξεχείλιζε για όλα τα παιδιά.
Όσο έτρωγαν ο Παύλος καταριόταν αυτό το σπυρί του, το οποίο ήταν σαν εκείνο το μυθικό πουλί, το φοίνικα, που ξαναγεννιόταν μέσα από τις στάχτες του. Μόνο που αυτό, το σπυρί του Παύλου λέω, είχε διαλέξει τρία ορισμένα σημεία όπου ξαναγεννιόταν κάθε φορά: μύτη, πιγούνι, μέτωπο. Και εξηγώ: τη μια ημέρα εμφανιζόταν στο μέτωπο μεγαλόπρεπο, ροδαλό, κωνικό σαν ηφαίστειο και με ένα σκούρο καφετί στίγμα στην κορυφή, δεχόταν όλες τις «περιποιήσεις» του Παύλου -κρέμες, ζουλήγματα, βρισιές-, έσκαγε κάποια στιγμή κανονικά σαν ηφαίστειο και, αφού μαραινόταν, την άλλη μέρα εμφανιζόταν στη μύτη το ίδιο μεγαλόπρεπο για να δεχτεί τις ίδιες «περιποιήσεις» του Παύλου, μέχρι που έσβηνε (το σπυρί λέω) για να εμφανιστεί την άλλη μέρα στο πιγούνι του* και ούτω καθεξής αλλά όχι πάντα με την ίδια σειρά. Θέλω να πω, δεν έβγαινε πρώτα στο μέτωπο, μετά στη μύτη και τέλος στο πιγούνι. Δεν υπήρχε, δηλαδή, μια καθορισμένη εναλλαγή των σημείων όπου εμφανιζόταν. Σύμφωνα με τον Παύλο, αυτό το έκανε διότι εκτός από «γαμημένο καυλόσπυρο» ήταν και «ύπουλο του κέρατά!», χωρίς να διευκρινίζει ποιος ήταν αυτός ο τελευταίος.
Την πρώτη φορά που αυτό το σπυρί είχε εμφανιστεί στο πρόσωπό του είχε επιλέξει τη μύτη του. Ο Παύλος, στα δεκατρία του τότε περίπου, το είχε περιεργαστεί παράξενε μένος -δεν έμοιαζε με τίποτε σπυράκι ανεμοβλογιάς, ιλαράς ή αναφυλαξίας, και τον πονούσε κιόλας- και το μεσημέρι το είχε δείξει στη μητέρα του, η οποία, ως φαρμακοποιός, έπαιζε λιγάκι και το σταθμό πρώτων βοηθειών. «Είναι της ηλικίας σου» είχε αποφανθεί εκείνη μετά την εξέταση. «Μην το πειράξεις και μολυνθεί. Θα περάσει μόνο του». Όμως αυτό, αντί να περάσει, είχε φουντώσει περισσότερο, σαν να τον προκαλούσε να το ζουλήξει. Ο Παύλος αντιστεκόταν στον πειρασμό, παρ’ όλο που το χέρι του όλο προς τα εκεί πήγαινε, κυρίως όσο διάβαζε. «Καυλόσπυρο είναι» τον είχε πληροφορήσει με ένα πονηρό γέλιο ο Πέτρος από το δικό του γραφείο στην άλλη πλευρά. «Θα έχεις μπόλικα από τέτοια τώρα που μπήκες στην εφηβεία» και είχε χαχανίσει σαν να το διασκέδαζε. «Εσύ γιατί δεν έχεις;» τον είχε ρωτήσει αθώα. «Για- τί εγώ…» είχε διστάσει ο Πέτρος για μια στιγμή και μετά είχε πει σαν να ήθελε να κρύψει κάτι: «Γιατί εγώ… γιατί εγώ κάνω μπάνιο κάθε μέρα!»
Αυτό με το μπάνιο ήταν ένα θέμα καθημερινό από τότε που ο Παύλος είχε μπει στην εφηβεία. «Βρωμάς σαν βόθρος! Δεν κάνεις κάνα μπάνιο;» του έλεγε ο Πέτρος, μα εκείνος ανασήκωνε τους ώμους του. Μπάνιο έκανε μια φορά την εβδομάδα, και πολύ τού ήταν κατά τη γνώμη του. Και δεν καταλάβαινε πώς η μύτη του αδερφού του ήταν τόσο ευαίσθητη. Σε κανέναν από τους κολλητούς του δε μύριζε. Εντάξει, τα πόδια του μύριζαν λιγάκι μετά το ποδόσφαιρο, αλλά μόνο εάν έβγαζε τα παπούτσια του. Μια μυρουδιά που σ’ εκείνον άρεσε, στο κάτω κάτω. Δεν καταλάβαινε τους «θεατρινισμούς» του αδερφού του – γούρλωνε τα μάτια του, τάχα πως λιποθυμούσε ή πως έκανε εμετό. Κι αυτό στην αρχή, διότι τώρα, όποτε έφτανε η ώρα των παπουτσιών, του έλεγε ως μεγάλος και βάλε αδερφός: «Μην τολμήσεις και τα βγάλεις μέσα στο δωμάτιο, μαλακισμένο, γιατί την έβαψες! Έξω! ΚΑΙ τις κάλτσες! Και, εάν θες
να μπεις στο δωμάτιο, τράβα και πλύνε τα βρομοπόδαρά σου και μετά να έρθεις!» και του έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα. Που εδώ που τα λέμε, δεν είχε δικαίωμα να το κάνει αυτό, μιας και αυτό το δωμάτιο το είχε μαζί με τον Παύλο.