Μείον δέκα βαθμούς. Δεν βλέπω καλά καλά δέκα μέτρα ούτε με φώτα ομίχλης. Το χιόνι χτυπάει λυσσασμένα από παντού, σαν να είμαστε σε μπλέντερ. Ακόμα και στον παγωμένο δρόμο κινείται διαρκώς. Συνήθως δεν ξέρεις που είναι η στροφή, τώρα δεν είσαι σίγουρος που πήγε ο δρόμος! Έχουμε σχεδόν περάσει την τελευταία μεγάλη ευθεία. Η μικρή κοιμάται, οι άλλοι δυο έχουν καιρό να μιλήσει. Ανησυχώ μήπως βαρέθηκαν πολύ τόση ώρα διαδρομή νυχτιάτικα.
«Άντε ρε μπαμπά! Πότε θα τελειώσουν επιτέλους τα σπίτια;”
Αν είχα αμφιβολίες για την πατρότητα αυτού του παιδιού μόλις τις γκρέμισε. Αντί να αγχωθεί που πάμε μόνοι μας βραδιάτικα, ανυπομονεί να είμαστε μόνοι στο βουνό. Αρχίζει το παιχνίδι με τις αλυσίδες. Να σταματήσω τώρα ή να πάω λίγο ακόμα; Τους το εξηγώ. Ενθουσιάζονται. Κάθε δύσκολο παγωμένο πέρασμα, κάθε γλίστρα… “όλε!» η κραυγή από τα πίσω καθίσματα. Φουρκέτα, «αυτό είναι το πιο δύσκολο γιατί μας κόβει την φόρα»….φεύγει λίγο το αμάξι….έλα…. «όλε!» πάλι από πίσω! Χιονούρα. «Για αυτό το αυτοκίνητο που δεν είναι ψηλό σαν τζιπ είναι πρόβλημα γιατί βρίσκει και δεν μπορεί να το σπρώξει» εξηγώ πάλι. «Όλε!» η νίκη μας. Άνοιγμα και πιο έντονη η χιονοθύελλα. «Που είναι ο δρόμος;” Φωνάζω. «Βοηθήστε μάγκες!» Μακάρι να ήταν για δραματικό εφέ… «Όλε!»
Φτάσαμε στο καταφύγιο χωρίς αλυσίδες. Όλε τα χιονολάστιχα. Ευτυχώς βλέπω αναμμένα τα φώτα. Παρά τους δυο τόνους του, το αυτοκίνητο τρέμει από τον δαιμονισμένο αέρα εδώ στα δύο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο. Ντυνόμαστε. Δύσκολο να συγχρονιστούμε ώστε να μην έχει σκάσει από την ζέστη ο πρώτος μέχρι να ετοιμαστεί ο τελευταίος. Αρπάζω και την μικρή, την ρίχνω σε έναν υπνόσακο και βγαίνουμε έξω αποφασιστικά.
Το σοκ θα ήταν αρκετό και για έμπειρους ορειβάτες. Αρχίζουν να τσιρίζουν και τα τρία μαζί. «Προχωράτε σκουλήκια!» Σκούζουν αλλά κουνιούνται. Υποτίμησα τον αέρα και δεν φοράμε γάντια. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα δεν νιώθω τα χέρια μου. Άλλα πενήντα μέτρα μέχρι το καταφύγιο. Ο μικρός κάτι φωνάζει. Σταματάω και τους μαζεύω αγκαλιά και τους τρεις μέσα στο sleeping bag. Φωτίζω με τον φακό την ιδιοκατασκευή μας. Ο μεγάλος χαμογελάει. Δεν λέω τίποτα. Ο μικρός βάζει το χέρι να σηκώσει το κάλλυμα. «Άντε πάμε ρε!»
Λίγες ώρες αργότερα έχουν κοιμηθεί και τα τρία γύρω μου στις πάνω κουκέτες. Ισιώνω την πλάτη μου και μπαίνω σε διαδικασία ύπνου, αλλά αναρωτιέμαι: «Μήπως το παρακάνω; Ήταν ανεύθυνο; Ανόητο;” Τρία μικρά παιδιά, μόνος… Δεν με αγχώνει ότι δεν θα το έκαναν οι περισσότεροι. Και μας βγαίνει αβίαστα. Με παίρνει άνετα ο ύπνος.
«Μπαμπά. Είσαι ξύπνιος;” Να κάνω ότι κοιμάμαι; Δεν του έχω πει ποτέ ψέματα. «Καλημέρα Μήτσο.» «Μπαμπά περίμενα λίγο αλλά δεν με παίρνει ο ύπνος.» Κατεβαίνουμε προς την σάλα του καταφυγίου. Ψάχνω στα ρούχα να ντυθούμε και με διακόπτει:
«Σε λίγο θα βγει ο ήλιος; Για αυτό είναι λίγο ροζ εκεί κάτω;” Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω ένα όρθιο, χαρούμενο πεντάχρονο παιδί να θαυμάζει και να ευχαριστιέται μια πανέμορφη ανατολή.
«Ναι Μήτσο.»
Και σ΄όποιον αρέσουμε.
χαχαχαχχαχαχαχαχαχααχχ! τελειααααααααα!!!! καλά να περνάτεεεε!!! χαχαχαχαχαχα