Σαν σήμερα γεννήθηκε στις 02 Ιουλίου 1877 στο Καλβ της Βυρτεμβέργης ο γερμανός ποιητής, ζωγράφος και μυθιστοριογράφος Hermann Hesse
Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες κλασσικές μορφές της γερμανικής λογοτεχνίας.
Οι γονείς του τον προόριζαν για το ιερατικό επάγγελμα αλλά ο ίδιος, λαμβάνοντας υπόψιν την επαναστατική του φύση, αντέδρασε και έπειτα από ένα διάστημα τα παράτησε καθώς όπως και ο ίδιος έλεγε “δεν μπορούσε να αντέξει τη στενότητα και την έλλειψη ανεκτικότητας αυτού του κύκλου”.
“Χωρίς προσωπικότητα δεν υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει αγάπη αληθινά βαθιά.
Το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Το Ασχημόπαπο, έχει ως ερμηνευτικό κλειδί για τον ενήλικο αναγνώστη την αναζήτηση του εαυτού. Το ασχημόπαπο γεννιέται ανάμεσα σε άλλα παπάκια, όμως είναι διαφορετικό. Δεν το αναγνωρίζουν ως ίδιο με εκείνα και το απορρίπτουν. Προσπαθεί να τα κάνει να το αγαπήσουν, ελπίζει να γίνει σαν εκείνα, αλλά δε μπορεί, γιατί στο βάθος είναι διαφορετικό. Νιώθει κατώτερο και περιφρονημένο και πασχίζει να γίνει αποδεκτό. Αλλά, όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη -όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί. Η αναζήτηση αποδοχής από το ασχημόπαπο ξεκινάει με κατεύθυνση προς τα έξω, καθώς προσπαθεί να ενταχθεί, θέλει να είναι κάτι που δεν είναι. Αλλά, στην περίπτωση του παραμυθιού, το ασχημόπαπο δεν ξεγελάει με τη θέλησή του, απλώς βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση χωρίς να ξέρει το γιατί. Πρέπει να ξεκινήσει μια πορεία που θα το οδηγήσει να ανακαλύψει ποιο είναι, και αυτό θα του επιτρέψει να βρει την αγάπη των άλλων”
(αποσπάσμα από το βιβλίο Έρμαν Έσσε: 66 μαθήματα καθημερινής σοφίας )
Αρχικά εργάσθηκε ως βιβλιοπώλης όπου παράλληλα ασχολούνταν με τη συγγραφή.
Τιμήθηκε με το βραβείο Goethe και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946 και με το βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Συνδέσμου Εμπορίας βιβλίων το 1955.
Η γνωριμία του με την ψυχολογία του ψυχολόγου και γιατρού Carl Gustav Jung αποτέλεσε το δεύτερο σταθμό της ζωής του ως συγγραφέα και ως άνθρωπο.
“Το βλέμμα ήταν περισσότερο θλιμμένο παρά ειρωνικό.
Ηταν αβυσσαλέο και απελπιστικά λυπημένο.
Το περιεχόμενο του ήταν κατα κάποιο τρόπο μία ήρεμη και σίγουρη απελπισία που είχε αποκτήσει μία συνηθισμένη μορφή.
Με την απελπισμένη λάμψη του φώτιζε όχι μόνο το πρόσωπο του ματαιόδοξου ομιλητή ούτε ειρωνευόταν και καταδίκαζε μόνο την κατάσταση της στιγμής, την προσδοκία και την διάθεση του κοινού, τον κάπως προκλητικό τίτλο της ομιλίας, αλλά και το βλέμμα εκείνο του Λύκου της Στέπας διαπερνούσε ολόκληρη την εποχή μας, όλα τα περίεργα και φανταχτερά καμώματα μας, όλες τις προσπάθειες, ολόκληρη την ματαιοδοξία, ολόκληρο το επιφανειακο παιχνίδι μια φαντασμένης και ρηχής πραγματικότητας.
Και δυστυχώς, το βλέμμα εκείνο προχωρούσε πιο βαθιά, πήγαινε πιο μακριά και οχι μόνο στα ελαττώματα και τον απελπισμό του καιρού μας, της πνευματικότητας και του πολιτισμού μας.
Πήγαινε ως το βάθος της καρδιάς ολόκληρης της ανθρωπότητας, μιλούσε πειστικά και φανέρωνε σε μία μόνη στιγμή ολοκληρη την αμφιβολία ενός στοχαστή ισως ενός ειδικού γνώστη της αξιοπρέπειας και του νοήματος της ανθρώπινης ζωής γενικά.
Το βλεμμα του έλεγε: Κοίταξε τι πίθηκοι είμαστε ! Κοίταξε τι ειναι ο άνθρωπος ! Ετσι η δόξα, η εξυπνάδα, τα προτερήματα του πνεύματος, όλοι οι δρόμοι προς την ανύψωση, μεγαλεία και ανθρώπινος χρόνος γινόταν ένα παιχνίδι πιθήκων!
Στο διάστημα εκείνο διαρκώς σκεφτόμουν πως η αρρώστια του δεν προερχόταν από κανένα φυσικό ελάττωμα, αλλά αντίθετα από τον πλούσιο και προικισμένο εσωτερικό του κόσμο που δεν εναρμονιζόταν προς το εξωτερικό περιβάλλον.
Κατάλαβα πως ήταν μία μεγαλοφυία του πάθους. Είχε σύμφωνα με μερικές σοφές παρατηρήσεις του Νίτσε, μέσα του μία μεγαλοφυή, απεριόριστη και φοβερή ικανότητα για τον πόνο.
Συνάμα συνειδητοποίησα πως η βάση της απαισιοδοξίας του δεν ήταν η περιφρονητική στάση του προς τον κόσμο, αλλά η αυτοπεριφρόνηση. Γιατί ενώ μιλούσε αμείλιχτα και επιθετικά για θεσμούς και πρόσωπα, πάντοτε τα πρώτα βέλη τα έριχνε εναντίον του εαυτού του. Μισούσε και αρνιόταν πρώτο τον εαυτό του.
Ολόκληρη λοιπόν η μεγαλοφυία της φαντασίας του και η δύναμη του στοχασμού του επί χρόνια κατευθύνονταν εναντίον του εαυτού του, εναντίον μιας αθώας και ευγενικής ύπαρξης. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε, πως ολοένα και γινόταν σε μεγαλύτερο βαθμό χριστιανός και μάρτυρας, γιατί κάθε οξύτητα, κάθε κριτική, κάθε μοχθηρία καθε μίσος, για το οποίο ήταν ικανός και όλα αυτά, προπαντός άλλου και καταρχήν, τα φόρτωνε στον εαυτό του.
Το αγαπάτε αλλήλους είχε τόσο πολύ ενσφηνωθεί μέσα του, όσο και η δύναμη της αυτοπεριφρόνησης”.
(απόσπασμα από το Λύκο της Στέππας).
Όλο το έργο του ποτίζεται με ένα άρωμα εσωτερισμού. Σύμφωνα με μελετητές του.
“Κάθε ανθρώπου η ζωή είναι ένας δρόμος μέσα στον εαυτό του, μια προσπάθεια να βρει κάποιο δρόμο, το ίχνος του μονοπατιού.
Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσο ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί.
Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα από τη γέννησή μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος από τ’ αυγό ενός αρχέγονου κόσμου.
Πολλοί δεν καταφέρνουν ποτέ να γίνουν άνθρωποι. Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια..
Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση κι απάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.
Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη.
Οι ρίζες μας είναι κοινές.
Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.
Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει το σκοπό του.
Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του”
(Aπόσπασμα από το βιβλίο “Demian”)
Πέθανε 9 Αυγούστου 1962 σε ηλικία 85 ετών και η εφημερίδα Die Zeit καυτηρίασε :«Τα έργα του δεν είναι πλέον σε θέση να λάβουν κανένα βραβείο»
Την απάντηση την έδωσε ο εκδοτικός οίκος Suhrkamp, ο οποίος και εξέδωσε ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής του δουλειάς υποστηρίζοντας ότι : “Κανένας άλλος λογοτέχνης δεν χάρισε τόσα βραβεία στον εκδοτικό οίκο μας όσα ο Hermann Hessen”.
Η αγάπη δεν πρέπει να εκλιπαρεί μήτε να απαιτεί. Η αγάπη πρέπει να έχει τη δύναμη να γίνει βεβαιότητα. Τότε παύει να ελκύεται και αρχίζει να ελκύει.”
Ντέμιαν