“Δεν άκουσα. Πώς είπατε;”.
“Συγγνώμη κύριε, δεν συνεννοείστε”.
Το παραδέχομαι, δεν βρήκα την τέλεια ομοιοκαταληξία, ωστόσο με βολεύει να περάσω το γενικό νόημα.
Θέλω να το ελπίζω δηλαδή, επειδή εκτός όλων των άλλων χάσαμε και το αυτονόητο: την επικοινωνία.
Διότι, ας μη γελιόμαστε, αυτό που κάνουμε είναι ακαθόριστο και ο καθένας έχει τους δικούς του κανόνες,που επ’ ουδενί συμπίπτουν με οποιουδήποτε άλλου.
Το πώς ακόμη βγάζουμε στοιχειώδη άκρη μεταξύ μας, προφανώς είναι θαύμα του εκάστοτε Αγίου που γιορτάζει καθημερινά.
Όταν πρωτοπαρατήρησα τι συμβαίνει σε ένα άτομο, το απέδωσα σε αφηρημάδα, στην κληρονομική γαϊδουριά.
Καθώς μεγάλωνε ο κύκλος των ανθρώπων που συνομιλούσα με τα ίδια συμπτώματα, δηλαδή, μιλάω-δεν σ’ ακούω, άρχισα να ανησυχώ για μένα.
Τι δεν κάνω σωστά;
Έτσι, ακολούθησα ένα απλό πλάνο, αυτό που τόσα χρόνια η οικογένεια, οι δάσκαλοί μου, βγάλανε κέρατα ώσπου να μάθω, ξεκινώντας με τους βασικούς όρους: χαιρετάμε τυπικά, ανταλλάσσουμε προτάσεις που έχουν λογική συνέπεια με τα όσα έχουν προηγηθεί και κλείνουμε την κουβέντα με έναν αποχαιρετισμό.
Ε, βάλε ένα μεγάλο Χ σε όλα.
Η εφαρμογή δεν είναι συμβατή.
Σε συναντά ο τάδε στο δρόμο, στην είσοδο της πολυκατοικίας, στα social media που είναι και ο μεγαλύτερος πόνος και σου αρχίζει ένα κατεβατό, σαν να όφειλες να ξέρεις τι έχει στο μυαλό του, πριν καν τον συναντήσεις.
Κάτσε ρε μπαγλαμά, μόλις ξύπνησα, διότι ακόμη κι η μάνα μου όταν την έπιαναν τα ανάποδά της, ένα σημάδι το έδινε.
Έβαζε τα χέρια στη μέση, ξύνιζε τα μούτρα της κι έπιανε τον εξάψαλμο.
Απ’ ό,τι θυμάμαι, δεν έχουμε τόσο κοντινή σχέση, μη σου πω, ως κι η μάνα μου συμμορφώθηκε και τα χώνει διακριτικότερα.
Που στο προκείμενο, δεν φταίω, που και να φταίω, να μην ξέρω γιατί με κατηγορείς;
Ωραία, ευτυχώς, δεν είμαι το θέμα σου.
Γιατί με καθυστερείς, αφού δεν έχεις διάθεση να με ακούσεις; Αν επιμένεις να σε ακούσω σου κλείνω ραντεβού με τιμή φιλική, που να τρέχεις τώρα σε ψυχιάτρους.
Ναι, ρε, αν το συνεχίσεις, σου λέω από πάνω πως με κουράζεις.
Για να σου δώσω να καταλάβεις, έχω μεγάλες προσδοκίες, σαν να μου ζητάς να σου πάρω τα τσιγάρα σου κι εγώ να σου παίρνω να καπνίσεις τη δική μου μάρκα.
Μα κάπνισέ τα, όπως με το στανιό με κρατάς, να σου κλείσει ο λαιμός, μην τυχόν ησυχάσω από σένα, έστω προσωρινά.
Πόσο να αντέξω να ακούω το “πραγματικά”, ένα ξεκάρφωτο “εντάξει”, τρία “δηλαδή” και πριν τη νοητή τελεία σε κάθε πρόταση, “δεν ξέρω, τι να πω”.
Να το βουλώσεις δεν σου πέρασε από το μυαλό, μέχρι να αποφασίσεις τι θέλεις τελικά.
Ούτε με λυπάσαι που ακούω τον εγκέφαλο μου να καίει τα ελάχιστα κύτταρα που λειτουργούν ακόμη, σαν λάμπες να σκάνε σε βραχυκύκλωμα.
Βάλε τώρα με το μυαλό σου, αντί για δύο, να είμαστε ολόκληρη παρέα.
Πέντε, εκατόν πέντε νοματαίοι, δεν υπάρχει περιορισμός στη χωρητικότητα της χάβρας.
Να μιλάμε όλοι μαζί, ο καθένας το νταλκά του, συν το άγχος να φανούμε οι εξυπνότεροι.
Πάλι το χαλιοπουταναριό το δένουμε. Kαι όποιος γκαρίζει πιο δυνατά κερδίζει.
Λέω να βρεθούμε, να καθίσουμε να το διαπραγματευτούμε.
Όση ώρα μας πάρει, να παραδεχτούμε πόσο μεγάλο κωλοχανείο τα κάναμε όλα.
Ή μήπως βιάζομαι και πρώτα να δούμε αν όντως είναι μπουρδέλο αυτό που ζούμε;
Εντάξει, να το κλείσουμε κοιτάζοντας κατά πόσο ζούμε.
Φωτογραφία: © Gilbert Garcin