Εκπαιδεύω σημαίνει προσαρμόζω το άτομο στον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Οι νέες μέθοδοι, όμως, προσπαθούν να ενισχύσουν αυτή την προσαρμογή χρησιμοποιώντας τις ιδιαίτερες τάσεις της παιδικής ηλικίας καθώς και την αυθόρμητη ενεργητικότητα που είναι συμφυής με τη διανοητική ανάπτυξη – κι αυτό, με την ιδέα ότι αυτή που θα είχε το όφελος θα ήταν η ίδια η κοινωνία.
Η νέα εκπαίδευση δεν θα μπορούσε λοιπόν να γίνει κατανοητή, όσον αφορά τις μεθόδους της και τις εφαρμογές της, παρά μόνο αν είχαμε τη μέριμνα να αναλύσουμε λεπτομερειακά τις αρχές της και να ελέγξουμε την ψυχολογική τους αξία σε τέσσερα τουλάχιστον σημεία: Σημασία της παιδικής ηλικίας, δομή της σκέψης του παιδιού, νόμοι ανάπτυξης και μηχανισμός της παιδικής κοινωνικής ζωής.
Το παραδοσιακό σχολείο επιβάλλει στον μαθητή την εργασία του – «τον κάνει να εργάζεται». Σίγουρα, το παιδί μπορεί να διαθέτει ένα μικρό ή μεγάλο μέρος ενδιαφέροντος και προσωπικής προσπάθειας και, στο μέτρο που ο δάσκαλος είναι καλός παιδαγωγός, η συνεργασία ανάμεσα στους μαθητές και σ’ αυτόν αφήνει ένα ικανοποιητικό περιθώριο για πραγματική ενεργητικότητα.
Αλλά μέσα στη λογική του συστήματος, η διανοητική και ηθική ενεργητικότητα του μαθητή γίνεται ετερόνομη γιατί συνδέεται με τον διαρκή (συνειδητό ή ασυνείδητο) εξαναγκασμό από τον δάσκαλο.
Αντίθετα, το νέο σχολείο επιδιώκει την πραγματική ενεργητικότητα, την αυθόρμητη εργασία τη βασισμένη στην ανάγκη και στο προσωπικό ενδιαφέρον.
Αυτό δεν σημαίνει, όπως το διατύπωσε πολύ ωραία ο Claparede, ότι η ενεργητική εκπαίδευση ζητάει από τα παιδιά να κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά «απαιτεί κυρίως να θέλουν αυτό που κάνουν». Η ανάγκη, το ενδιαφέρον που πηγάζει από την ανάγκη «να ο παράγοντας που θα μετατρέψει την αντίδραση σε μια αληθινή δράση». Ο νόμος του ενδιαφέροντος είναι λοιπόν «ο μοναδικός άξονας γύρω από τον οποίο γυρίζει όλο το σύστημα».
Όμως, μια τέτοια αντίληψη συνεπάγεται μια συγκεκριμένη έννοια για τη σημασία της παιδικής ηλικίας και των δραστηριοτήτων της. Το να επαναλαμβάνουμε με τον Dewey και τον Claparede ότι η υποχρεωτική εργασία είναι μια αντιψυχολογική ανωμαλία και ότι κάθε γόνιμη δραστηριότητα προϋποθέτει ένα ενδιαφέρον, κινδυνεύουμε να φανούμε ότι ξαναλέμε απλώς αυτό που οι μεγάλοι κλασικοί είχαν τόσο συχνά εκφράσει.
Από το άλλο μέρος, με το ν’ αποδίδουμε στο παιδί τη δυνατότητα μιας συνεχούς προσωπικής εργασίας, παίρνουμε σαν δεδομένο αυτό που πρόκειται ν’ αποδειχθεί.
Είναι ικανή η παιδική ηλικία για μια τέτοια ενεργητικότητα, που είναι χαρακτηριστική των πιο προωθημένων ενεργειών του ίδιου του ενηλίκου; Η συνεχής έρευνα πηγάζει από μια αυθόρμητη ανάγκη; – πρόβλημα κεντρικό της νέας εκπαίδευσης.