Της γιαγιάς μου ήταν η ιδέα να μην πάω την πρώτη μέρα στο σχολείο. Μου εξήγησε πόσο σημαντικό ήταν να κάνω εμφάνιση. Την πρώτη μέρα όλοι είναι κατενθουσιασμένοι, φοράνε τα καλά τους και ουρλιάζουν μόλις δουν τους φίλους τους λες και είχαν να τους δουν δέκα χρόνια. Μου είπε πως, αν πήγαινα τη δεύτερη μέρα, θα έκανα μεγαλύτερη εντύπωση. |
Έβαλα τα δυνατά μου για να μην περάσω απαρατήρητη. Τα ρούχα μου ήταν σούπερ, τα μαλλιά μου τέλεια. Δεν υπήρχε περίπτωση να αποτύχει το σχέδιό μου. Το κατάλαβα από τον τρόπο που με κοιτούσαν τα παιδιά μόλις εμφανίστηκα στον διάδρομο του σχολείου. Από την πρώτη μέρα έγινα το άτομο που θα ήθελαν οπωσδήποτε να γνωρίσουν. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που, επιτέλους, αντί να κάθομαι να σκέφτομαι απλά τι θα κάνω, είχα αναλάβει δράση. Απορούσα με τον εαυτό μου: πώς ήταν δυνατόν να δίσταζα να γυρίσω πίσω στο παλιό μου σχολείο; Σ’ ευχαριστώ, σύμπαν. Καθόμουν σταυροπόδι στο γραφείο και περίμενα να μου δώσει η γραμματέας τον κωδικό για το ντουλαπάκι μου.
«Ορίστε» μου είπε με αυτή την ψεύτικη ευγενική φωνή που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε σε μικρά παιδάκια ή σε ηλικιωμένους που τα ‘χουν λίγο χαμένα λόγω ηλικίας. Πήρα το χαρτάκι με τον συνδυασμό από το χέρι της κι έκανα να φύγω.
«Περίμενε. Δεν έχει έρθει ακόμα η “κολλητή” σου». «Η ποια;»
«Κάθε καινούριος μαθητής έχει και τον “κολλητό” του. Η δική σου “κολλητή” θα αναλάβει να σε ξεναγήσει στις αίθουσες, να σε συστήσει σε κόσμο και να σε κάνει να νιώσεις σαν στο σπίτι σου» είπε η γραμματέας, με την ίδια ψεύτικη φωνή.
«Ξέρετε… Είμαι μια χαρά. Δε χρειάζεται να μπει κανείς στον κόπο… Ευχαριστώ, πάντως».
Απόσπασμα από το “Πώς εκδικήθηκα την καλύτερή μου φίλη“