Δε θυμάμαι πώς έφτασα ως εδώ στην άκρη του λόφου… ούτε το κατάλαβα. Μα να, είμαι τώρα εδώ και χρειάζεται να πάρω μια απόφαση. Θα προχωρήσω μπροστά ή θα κιοτέψω, θα γυρίσω πίσω; Έφτασα στην άκρη του λόφου και κοίταξα τη θάλασσα από κάτω μου. Ήταν ήρεμη, γαλήνια κι είχε ένα γαλαζοπράσινο χρώμα που σε μάγευε και σε καλούσε κοντά της. Διψούσε η ψυχή μου να κάνω το άλμα, να πέσω μέσα στο νερό, να ξαναγεννηθώ, όμως…
Όμως τα πόδια μου ήταν στυλωμένα στο έδαφος, σαν κάποιος να τα είχε θάψει στο χώμα και δε με άφηνε ούτε καν να τα κουνήσω, πόσο μάλλον να περπατήσω! Έκλεισα τα μάτια μήπως βρω τη δύναμη και πάρω την απόφαση. Μάλλον ήθελα να κερδίσω χρόνο μήπως βρω το κουράγιο να πάω μπροστά. Πέρασε αρκετή ώρα μα το θαύμα που περίμενα δεν έγινε… κι αυτό που αντίκρισα ήταν τα πόδια μου ζωσμένα με πολλές, βαριές, σφιχτές αλυσίδες. Μου κόπηκε η ανάσα κι ας ερχόταν φρέσκος αέρας στο προσωπό μου… Τι θα κάνω εγκλωβισμένη εδώ;
Σκοτείνιασε, ξημέρωσε και βράδιασε πάλι. Κι εγώ εκεί… και πέρασαν οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες… πέρασαν μερικά χρόνια. Η φύση δίπλα μου άλλαζε το πρόσωπό της, φόραγε τη δροσιά της άνοιξης στα μαλλιά, το καυτό χαμόγελο του καλοκαιριού στα χείλη, το πρωτοβρόχι του φθινοπώρου στα μάτια και το άσπρο του χιονιού για πέπλο. Μα εγώ δε μπορούσα να νιώσω τίποτα. Στο μικρό καθρεφτάκι που κουβαλούσα μαζί μου έβλεπα μόνο το κουρασμένο μου πρόσωπο. Κι έβλεπα ανθρώπους να περνάνε δίπλα μου, να παίρνουν φόρα και να πηδάνε στο κενό, να πέφτουν στη θάλασσα κι εγώ εκεί σταθερή στη θέση μου. Να τους ζηλεύω που βρίσκουν τη δύναμη να πέσουν και να περιμένω να με πιτσιλίσουν οι στάλες του νερού, μήπως πάρω λίγη ζωή… Να ζήσω λίγη απ’ τη δική τους ζωή γιατί εγώ δεν είχα…
Μα πως τα καταφέρνουν; Πού βρίσκουν τη δύναμη και προχωρούν μπροστά; Αναρωτιέμαι; Πώς το κάνουν κι εγώ δε μπορώ; Ούτε καν από πείσμα δεν έλεγα να κάνω το βήμα και να πέσω στη θάλασσα… ούτε εγωισμός δεν υπήρχε να με ταρακουνήσει…
Κι άρχισε να βρέχει τόσο πολύ που έκλαιγε κι ο ουρανός με την ψυχή μου μαζί, γι’ αυτά που έχασα, γι’ αυτά που πέρασα, γι’ αυτά που μου φόρτωσαν στην πλάτη, για την απραξία μου, για το φόβο τους που μου πότισαν το μυαλό, για τα ‘θέλω’ τους και τον ψευτοκαθωσπρεπισμό τους, για τη χαρά που μου’ κλεψαν…. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε κι όσο πιο πολύ έβρεχε, τόσο καθάριζε η ψυχή μου από τα περιττά βάρη, από τα ψεύτικα λόγια, από τις μάσκες, από τους περαστικούς που κρέμασαν τους φόβους τους επάνω μου και πήραν τα φτερά μου να πετάξουν οι ίδιοι γιατί εγώ τους άφησα…
Κι όταν σταμάτησε η βροχή γαλήνεψε η ψυχή μου, ξαλάφρωσε από τον πόνο κι η καρδιά άρχισε να χτυπά πιο δυνατά. Κοίταξα τον ορίζοντα κι έβλεπα πιο καθαρά από ποτέ. Κοίταξα κατάματα τον ήλιο κι ένιωσα τη ζέστη του να πλημμυρίζει το κορμί μου! Και τότε ναι ένιωσα πως ήταν η ώρα να πάω μπροστά. Έφτασα στην άκρη του λόφου, κοίταξα τη θάλασσα που με καλούσε κοντά της, την ίδια τη ζωή που μου ζητούσε να γίνω συμμέτοχος και πήρα την απόφαση. Έκανα λίγα βήματα πίσω αφήνοντας τα τελευταία ψήγματα φόβου να πέσουν στο κενό, πήρα φόρα κι έπεσα απ΄ το λόφο!
Πέταξα με τα φτερά της απελευθέρωσης και της απενοχοποίησης, κράτησα τα μάτια μου ανοιχτά για να μη χάσω τίποτα από την αναγέννησή μου. Το αίμα κυλούσε ξανά στις φλέβες μου κι η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Πρωτόγνωρα πράγματα για μένα ή μάλλον πράγματα που είχα ζήσει στο ελάχιστο κι είχαν ξεχαστεί. Το μυαλό μου άδειο από το εγκλωβισμένο παρελθόν του κατέγραφε στα λίγα δευτερόλεπτα της πτώσης όλες τις εικόνες, όλα τα συναισθήματα. Γιατί η ζωή τελικά είναι στιγμές, στιγμές από εικόνες και συναισθήματα χωρίς δεύτερες σκέψεις. Η θάλασσα με καλωσόρισε κοντά της κι ας ήταν λίγο παγωμένη, κι ας έπεσα λίγο άτσαλα … μα κολύμπησα, δε δίστασα κι ευχαριστήθηκα κάθε στιγμή! Ξόρκισα το φόβο μακριά κι είμαι έτοιμη για την επόμενη βουτιά και την επόμενη κι αυτή που θα έρθει αμέσως μετά…