Το στάδιο είναι άδειο. Οι κερκίδες φαίνονται σαν να προσγειώθηκαν πριν λίγο κάπως. Οι δύο πάγκοι για τις ομάδες κι αυτοί ολοκαινουργιοι. Ανέγγιχτοι. Τέσσερις ψηλοί πυλώνες για τα φώτα. Όλο χορταριασμένο. Στις καλές εποχές του ΠΑΣΟΚ πρέπει να έγινε. 250% επιδότηση Ευρωπαϊκή, 249% στις τσέπες τους. Όλοι μαζί τα φάγαμε. Αυτοί όμως έτρωγαν στα καλύτερα εστιατόρια της Ελβετίας με βαλίτσες πεντοχίλιαρα κι εμείς ξηρούς καρπούς στα στάδια που μας άφησαν.
Το Μετόχι είναι χωριό κοντά στη Κύμη Ευβοίας. Η παραλία του εξαιρετική και αξιοπερίεργη. Από γεωμορφία δεν διαφέρει πολύ σε σχέση με τις διπλανές της. Προίκα τους το πράσινο που γεννιέται από την υγρασία του Αιγαίου όταν συναντάει τον ορεινό όγκο της Δίρφης.
“Αν δεν σας πειράζει, να ρωτήσω κάτι από περιέργεια;” Θα το ρωτούσε έτσι κι αλλιώς. 61 χρονών, συνταξιούχος. “Μήπως το δικό σας αυτοκίνητο είναι που έχει κολλήσει στην άμμο;” Ήταν σαν το ανέκδοτο με τον σύμβουλο επιχειρήσεων και τον βοσκό. Προφανώς δεν ήταν δικό μας το αμάξι. Αλλά είχα περιέργεια.
-Κι αν ήταν δικό μας;
“Ε, να σας βοηθήσω να το ξεκολλήσετε! Ήμουν μηχανικός αεροσκαφών ξέρετε.”
Α, έτσι εξηγούνται όλα. Από 45 χρονών που βγήκε στη σύνταξη, εμείς τον πληρώνουμε. Νιώθει τύψεις και προσφέρει βοήθεια όπου βρει μπας και εξιλεωθεί. “Έπιανα την μηχανή πριν καν σταματήσει ξέρετε. Ήρθε μια κοπέλα να μετρήσει τις συνθήκες και δεν άντεξε”. Α, έπαιρνες και βαρέα και ανθυγιεινά κιόλα παλιοψευτράκο, σιγά μην έπιανες και τα τζετ από την εξάτμιση ενώ πετούσαν.
“Ήρθαν το πρωί να βάλουν ομπρέλες. Θα την καταστρέψουν την παραλία. Ευτυχώς είμαι εγώ εδώ. Κοιμάμαι στο αμάξι από τις 4 το πρωί που έχω έρθει στην παραλία. Μόλις τους είδα, τους έδιωξα για να μην σας ξυπνήσουν.”
Η τελείως παράλογη εικόνα του ήρωα που πληρώνω εγώ με τους φόρους μου εδώ και είκοσι χρόνια πιο πολλά λεφτά σύνταξη από ότι βγάζουν οι περισσότεροι ιδιωτικοί υπάλληλοι με ξεπέρασε. Απλά ήθελα να φύγω. Άφησα την παραλία να δω το ποτάμι. Τι διάολο; Εκεί το πολύ πολύ να βρω καμία παρέα συνταξιούχων της ΔΕΗ να προσφερθούν να μου καθαρίσουν το αμάξι.
Η διαφορά από την διπλανή παραλία είναι αισθητή. Στην Χιλιαδού έχει γυμνιστές και αρπακτικά που τα τρώνε από τους γυμνιστές. Το παίζεις δύο ώρες εναλλακτικός κοπανώντας τα μπαλάκια σου στον ήλιο και μετά πας και σκας εφτά ευρώ για μια σαλάτα. Αλλά το βράδυ ανάβεις φωτιά και λες ιστορίες σε χοντρές γκόμενες για την εποχή που ήταν στην παραλία μόνο δύο σκηνές και οι Πτερόσαυροι. Αν είσαι τυχερός και αυτές αρκετά απελπισμένες μπορεί και να πηδήξεις έτσι.
Φυσικό ήταν στο Μετόχι να μαζευτούν οι πιο παστρικοί κάτοικοι των γύρω περιοχών για τα μπάνια τους. Μπροστά στον κίνδυνο να δει ο μικρός Γιαννάκης από την Κύμη μισό στήθος Αθηναίας στη Χιλιαδού, τον κρατούσαν στο Μετόχι να κοιτάει τα βυζιά της γιαγιάς του δύο μήνες τα καλοκαίρια που σκούπιζε τα πατώματα με δαύτα. Αντί για Baywatch το σκηνικό έγινε Κυνόδοντας και τώρα που έγινε γέρος ο μικρός Γιαννάκης έρχεται να βάλει την ομπρέλα του πάλι εδώ και να τον παίζει τα μεσημέρια βλέποντας Baywatch. Όλα τα ΚΑΠΗ της ευρύτερης περιοχής κάνουν κόντρα σε τσάκιση σιδερωμένης πετσέτας, λευκότερα από λευκά σορτς και κεφτεδάκια στην παραλία. Μαζεύουν τα ταπεράκια το απόγευμα και φεύγουν.
Η εικόνα εγκατάλειψης, ακόμα και το καλοκαίρι, είναι έντονη. Αν διδάσκεται στο ΕΜΠ η πρόχειρη παράνομη κατασκευή, εδώ έχουν τα περισσότερα διδακτορικά. Τσιμεντομπλόκ, ελενίτ, τούβλα, άμμος, ξύλα… μοιάζει σα να έπαιζε ο μικρός Γιαννάκης “χτίσε το εξοχικό με ότι βρεις αλλά τα Lego τα αφήσαμε σπίτι.” Σαν να έφυγαν βιαστικά προ Χρηματιστηρίου ένα καλοκαίρι γιατί τους κάλεσε στο κότερο εκείνο το καλοκαίρι κάποιος και δεν γύρισαν ποτέ. Δεν είναι μόνο το άδειο γήπεδο. Ένα τραπέζι πινγκ πονγκ κι αυτό μέσα στα χορτάρια δίπλα σε τροχόσπιτο τσιμεντωμένο και παρατημένο. Άλλα σπίτι μοιάζουν σαν να τα ξέρασε το ρέμα ή να τα μισοσήκωσε τσουνάμι που κι αυτό όμως τελικά λαδώθηκε από κάποιον να μην περάσει τελικά.
“100; Θέλω να καταγγείλω μια παράνομη καντίνα που προσπαθούν να βάλουν στην παραλία.” Ο αστυνομικός με αγνόησε επιδεικτικά. Θα είχε να ασχοληθεί με κάποιο φονικό. Είχε αφήσει όμως ανοιχτό το τηλέφωνο και τον άκουγα που μιλούσε στην άλλη γραμμή. Δεν ήταν φονικό. Δεν ήταν καν επείγον. Ας μη πω τι ήταν γιατί θα βρω τον μπελά μου. Μετά από κάνα λεπτό πάντως επανήλθε.
“Είμαι στην παραλία στο Μετόχι και έχει έρθει ένας γερανός. Τοποθετούν μια παράνομη καντίνα και ξαπλώστρες στην παραλία.” Τριακόσιοι Ελληνάρες απλά θα κοιτούσαν και θα την άφηναν. Είμαι ήρωας ο άτιμος, είμαι, αντάξιος του Λεωνίδα τουλάχιστον.
-Τι αριθμό κυκλοφορίας έχει ο γερανός;
Η εμπειρία του με κατατρόπωσε. Σαν να του λέω ότι με πυροβολάει κάποιος και να με ρωτάει τη μάρκα της καραμπίνας. Όχι ήρωας, βλάκας με περικεφαλαία σαν του Έκτορα είμαι τελικά και νιώθω σαν να με σέρνουν άλογα γύρω γύρω να με δούνε όλοι και να λένε “να, ο χαζός νόμιζε ότι θα καταφέρει κάτι καλώντας την αστυνομία!”
Πάω να χαθώ στην φύση. Στο δίλημμα “βουνό ή θάλασσα” απαντάω “ποτάμι”. Χθες στην κορυφή της Δίρφης, σήμερα στο Αιγαίο, δεν παίζεται αυτή η χώρα. Απλά πρέπει να αποφεύγεις τους κατοίκους της κατά διαστήματα για να μην τα παίξεις. Πιάνω ένα μονοπάτι φρεσκοκαθαρισμένο, δεν μπορεί, κάπου πηγαίνει. Σε απόσταση χοντρής θεούσας φτάνει σε εκκλησία. Στρωμένα και έτοιμα για το πανηγύρι τα παγκάκια. Εδώ πάνω από 500 βαθύτατα Χριστιανοί δοξάζουν τον Άγιο κάθε χρόνο σίγουρα με θεϊκά κοψίδια.
Η σκιά είναι καλή. Καλύτερη κι από την πιο περιποιημένη ομπρέλα των επισκεπτών από τα ΚΑΠΗ στην παραλία. Ψάχνω ένα μέρος που να μην μοιάζει πολύ ποτισμένο από τα λίπη που έσταξαν με κατάνυξη στο πανηγύρι και κάθομαι να ξαναγαπήσω την χώρα μου. Να την φανταστώ πριν 300 χρόνια που φαίνεται να είναι ο τοίχος που διαλύεται. Τότε που σκύβαμε στους Τούρκους και ήταν όλα καλά. Όχι όπως τώρα που σκύβουμε λέει στους Γερμανούς και υποφέρουμε. Σε ένα μνήμα ένα ποτήρι Dewars. Έτσι μου’ρχεται να πηδήξω από ψηλά στη θάλασσα και να γίνω δελφίνι. Θα γυρίσει η γυναίκα μου να με κοιτάξει όταν τελειώσει να φτιάχνει τα μαλλιά της και θα δει ένα δελφίνι να φοράει τα ρούχα μου και να δαχτυλογραφεί.