“Αγάπη μου, που θα πάμε την Καθαρά Δευτέρα;” ρώτησε το βλαχοτάγαρο, Made in Arachova nearby, που μου κατσικώθηκε 2 χρόνια στον ώμο.
Δεν γαμείς, λέω εγώ,τα έχω πάρει στην δουλειά γενικώς και ιδιαιτέρως με την σκατοΓκατζόλα, που έφυγε από το Διπλοντούβαρο και κάνει καριέρα στην πόλη, κουράστηκα κιόλας, μια εκδρομή δεν είναι άσχημη ιδέα, μονολόγησα αφελέστατα..
“Εεεε, να σου πω.” Αυτό το “να σου πω”, ήταν πάντα η έναρξη του εγκεφαλικού συναγερμού μου.
“Θέλουν να έρθουν μαζί μας και τα παιδιά.”
Όπου παιδιά, η Σούλα και η “σκέση της”, ο Πετράκης. Το πράμα Σούλα είναι, 1.60 με 85 κιλά, απολύτως χαμηλοκώλα, Καρδιτσοπόντια,με οδοντοστοιχία-ανοιχτήρι για μπυρομπούκαλα και δίχως βυζιά. Το Πετράκης, ο ορισμός του Greek Malakas, με Ι.Q,αγκωναριού, κανονικού μεγέθους.
Το θέμα του που θα πάμε ευτυχώς δε χρειάστηκε να το διαπραγματευτώ, αλλά απέκλεισα να πάω με τη σαραβαλάρα τους, τον Πέτρο, οδηγό -επαγγελματία παρακαλώ- που εδώ και τόσο καιρό παραδέχεται πως πρέπει ν’ αλλάξει γυαλιά, διότι δεν βλέπουν τα γκαβά του πέρα από 1, άντε 2 μέτρα. Άρα με 2 αυτοκίνητα επειδή ρε πούστη μου, έχω την εντύπωση πως μετά από κανένα 20λεπτο, αν τους φορτώσω στο δικό μου, θα βάλω την ανατροπή (που δεν έχω, το κέρατο μου μέσα) και θα τους μουντάρω στο πρώτο-πολύ βαθύ-αρδευτικό κανάλι.
Άντε να πάμε στο βουνό ψηλά εκεί, που έχει και Spa, να μπω στο αναβράζον, κοχλάζον νερό με τα τάδε ιχνοστοιχεία να κολυμπούν ανάμεσά μας, να έρθει το νευρικό μου στα ίσα του.
Κάτσε θα μου πεις, να φτάσεις πρώτα εκεί, και πολύ δίκαια. Άντε να περιμένεις, να έρθει η σαραπατράκα στον ανήφορο με τον Βούδα-Σούλα συνοδηγό και τον Πέτρο κολλημένο σα μυγάκι στο παρμπρίζ, από τη μέσα μεριά, να τραγουδάει όλα τα διαφημιστικά του Jumbo, και να σειέται και να λυγιέται, σε όλη τη διαδρομή.
Φτάσαμε! Κάνoυμε, το spa.Έχω τη διάθεση να μείνω μέσα αιώνια να σιγοβράζω σαν φασολάδα, αλλά απ’ έξω οι δύο πεθερές, τον πούστη μου, να χτυπούν τις πόρτες. Δεν απαντώ. Ο Τάρας Μπούλμπα (Πετράκης) διαμαρτύρεται. Ανοίγει πόρτα και βάζει τη μοσχαροκεφαλή του μέσα, με το ύφος της υπνωτισμένης κόμπρας .
“Άντε, πάμε να φάμε”, λένε με ένα στόμα το ζεύγος Κουράδα.
Εννοείται πως η κλανιόλα που έχω μαζί μου, δεν λέει τίποτα χάρη της φιλίας. Αλλά ακούω τον εξάψαλμο που έχω στραβώσει σαν κακός πούστης.
Ο Πετράκης ξέρει μια καλή ταβέρνα εκεί κοντά υποτίθεται. Η πρόταση που κάνω να μην πάμε στο χαϊβάνι μου, να εξαφανιστούμε, να πάμε όπου μας βγάλει ο δρόμος, δηλαδή στην πιο κοντινή πόλη, δεν περνάει.“Τι θα πουν τα παιδιά;”
Μετά από μια ώρα, φτάνουμε στην κωλολίμνη. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση με τόση καθυστέρηση, θα είχα την γκρίνια. Αλλά,”τι θα πουν τα παιδιά;”
Αν ήταν έτσι τα παιδιά, Βραβείο στον Ντιτρού να τους περάσει 2 χέρια ντουκόχρωμα.
Η Σούλα έφαγε βουβάλι, που της το χρεώνω ως κανιβαλισμό, την κωλογελάδα.
Ο Πετράκης πάλι, έφαγε τα πάντα, τα κοάλα, τα κόκαλα, την Κούλα την γκαρσόνα με τα μάτια, οπότε μαρτυρήσαμε έναν ακόμη καυγά των φίλων μας.
Μετά, διότι έχει και μετά, βόλτα δίπλα στην λίμνη. Το κρύο του Πούτιν και την υγρασία του Μπομπ του Σφουγγαράκη. Κάτι γαμώπαπα να κολυμπάνε στα καταπράσινα μπουγαδόνερα της λίμνης. Και καπέλο να ‘χω πλέον την μουλωχτή μίρλᔨΚρυώνω”, αλλά απαντώ “Τι θα πουν τα παιδιά;”
Η βαλίτσα δεν πήγε πολύ παρακάτω, για μένα. “Τα παιδιά”, λίγες μέρες αργότερα, μας ήρθαν επίσκεψη. Και ανταπέδωσα την αβρότητά τους, για άλλο θέμα, πετώντας τους έξω, με αγαλλίαση.
Ελάχιστες μέρες μετά έφυγαν… δυο ακόμη βαλίτσες και ένα ταγάρι. Από κει που ήρθαν, προς αγύριστο μεριά.