Λες κι ήταν εκεί από πάντα.
Τον θυμάμαι να κάθεται, στην ψάθινη καρέκλα του στο καφενείο. Xρόνια ολόκληρα.
Aγνάντευε στον ορίζοντα, τα πλοία που έφταναν κάθε καλοκαίρι στο λιμάνι.
Ο μπάρμπα Γιώργης.
Ήταν το πρώτο μου καλωσόρισμα στο νησί, κάθε χρονιά που έφτανα εκεί για διακοπές. Μια φιγούρα τόσο προσιτή. Τόσο οικία. Τον έβλεπα από ψηλά, από την κουπαστή του πλοίου της γραμμής, να φουμάρει τα τσιγάρα του με τόσο πάθος, σαν να προσπαθούσε να κουκουλώσει με τον καπνό του, το φουγάρο του πλοίου.
Λες κι ήταν εκεί από πάντα.
Φορούσε στο χερι του, ένα παλιό μπαρουτοκαπνισμένο ρολόι και κάθε φορά που καθόταν στο καφενείο, το έβγαζε και το ακουμπούσε πάνω στο μπλε τσίγκινο τραπεζάκι δίπλα στον καφέ. Δεν το πολυγούσταρε, αλλά τιμής ένεκεν το κουβάλαγε μαζί του συνέχεια. Ήταν δώρο από το θειό του τον Χαράλαμπη απ την Αμέρικα, που του το ‘χε χαρίσει όταν ήταν ακόμα πιτσιρίκος.
Χαλασμένο ήταν, αλλά και τι μ αυτό. Δεν τον απασχόλησε ο χρόνος ποτέ. Άλλωστε είχε τον δικό του τρόπο να μετράει τα λεπτά, βαστώντας το κομπολόι του και αφήνοντας αργά, μία μία τις σμιλεμένες από κεχριμπάρι χάντρες του, να κυλούν ηδονικά, απ το ένα χέρι στο άλλο. Σαν χρυσαφένια κλεψύδρα.
Λες κι ήταν εκεί από πάντα.
Κάθε απομεσήμερο στο λιμάνι τον έβλεπες, βρέξει χιονίσει, να περιμένει να αντικρίσει τον ήλιο κατάματα. Με έναν βαρύ γλυκό για παρέα, δεν τον ένοιαξε ποτέ ποιά μέρα ήταν και ποια χρονιά.
Ούτε τα λεφτά τον ένοιαξαν ποτέ. Στο ψάρεμα απ τα γεννοφάσκια του, πέρασε χρόνια χωμένος σε μια βάρκα, να ξεμπλέκει πετονιές. Πότισε το δέρμα του αρμύρα και ρόζιασαν τα χέρια του μαζεύοντας παραγάδια. Ίσα ίσα τα βγαζε πέρα, αλλά για αυτόν δεν είχαν σημασία οι πολυτέλειες. Είχε όσα του χρειάζονταν. Ήλιο, θάλασσα και καλοσύνη.
Έμαθε να περνάει καλά με τα λίγα. Κι αυτά είχαν τελικά σημασία. Πάντα έλεγε, ότι όσο περισσότερο γυαλίζουν τα πράγματα γύρω σου, τόσο σκοτεινιάζει η ψυχή σου. Κι έτσι συνέχισε. Ευτυχισμένος σαν αγριολούλουδο, που το μόνο που του αρκούσε ήταν λίγο φως και δυό σταγόνες νερό.
Λες κι ήταν εκεί από πάντα.
Κάθε φορά χαμογελαστός, με το παχύ άσπρο μουστάκι του να χαιρετά κάθε λογής ταξιδευτή που έφτανε στον τόπο του. Στο σπίτι του. Κι ας μην ήξερε τα Εγγλέζικα, οι ξένοι καταλάβαιναν ότι ήταν καλοδεχούμενοι, μόνο που τον κοίταζαν στα μάτια.
Πόσες φορές να μάζεψε στο σπίτι του κόσμο, στον δρόμο πάνω από την εκκλησία, που όλο κι όλο ένα κρεββατάκι είχε και δυό καρεκλίτσες. Ε και τι έγινε. Όλοι οι καλοί χωράνε έλεγε.
Λες κι ήταν εκεί από πάντα
Γλένταγε με την ψυχή του στο πανηγύρι του Αη Λια κάθε 20 του Ιούλη και τον έβλεπες να κερνάει ρακιά όλον τον κόσμο. Κι αν ποτέ έπινε λίγο παραπάνω, τα μάγουλά του κοκκίνιζαν και δεν σταμάταγε να γελάει.
Όταν κάποτε τον γνώρισα και μου σφιξε το χέρι, δεν φανταζόμουν ποτέ την αίσθηση που θα μπορούσε να κρύβει. Ενα τόσο γέρικο και ταλαιπωρημένο απ τον καιρό χέρι να σε κάνει να νομίζεις ότι άγγιζες την ψυχή μικρού παιδιού.
”Πιανου εισαι σύ?” μου γνεψε κι όταν με τα πολλά ανακαλύψαμε ότι είχαμε μια μακρινή συγγένεια, δεν σταμάτησε όλο το βράδυ να με κερνάει.
Και δεν έπαψε να μιλάει. Κάθε φορά, κάθε μέρα είχε και κάτι καινούργιο να σου πει.
– Αγόρι μου, έλεγε θυμάμαι, η ζωή είναι ένα ταξίδι με τη βάρκα. Ένα ταξίδι όμορφο, να το αρμενίζεις σε ήσυχα, καθαρά νερά. Κι όταν το ταξίδι δεν εχει φουρτούνες τότε να δεις πως το φχαριστιέσαι. Κι όταν είσαι ευχαριστημένος είσαι κι ευτυχισμένος. Γιατί κι η ευτυχία μη νομίζεις , πίσω από τόσες δα μικρές στιγμές κρύβεται. Που όλοι μπορούν να τις έχουν, αλλά δεν τις εκτιμούν. Να εκεί δα είναι. Πίσω από ένα ξημέρωμα στην άμμο. Πίσω απ τη μυρωδιά της ρίγανης. Πίσω από την δροσιά της βροχής. Δεν θα τη βρεις στα λεφτά. Αυτά τα καταραμένα, όσο περισσότερα βγάζεις, μετά τόσα περισσότερα σου λείπουν. Ευτυχισμένοι είναι αυτοί που μπορούν να χαμογελάνε, μόνο και μόνο κοιτάζοντας το πέλαγο. Να ψάξεις να βρεις τις δικές σου στιγμές λοιπόν. Και να γελάς. Όσο μπορείς να γελάς. Άιντε, εβίβα έλεγε και κατέβαζε άλλο ένα ποτηράκι μονοκοπανιά.
Τον κοίταζα με δέος και σεβασμό. Είχε μια αύρα γύρω του, που σε τραβουσε να του μιλήσεις, να τον αγγίξεις. Χωρίς να τον ξέρεις ήσουν σίγουρος ότι δεν έκρυβε μέσα του ούτε μια σταλιά κακό. Κι όλα αυτά που έλεγε, σε έκαναν να τον προσέχεις, λες και κουβαλούσε πάνω του, όλη τη σοφία του κόσμου κι ας μην είχε ανοίξει ποτέ του ούτε σελίδα εφημερίδας.
Λες κι ήταν εκεί από πάντα.
Τον έψαχνα κάθε καλοκαίρι από τότε, να μου πει άλλη μια δική του φιλοσοφία, να κάνει άλλο ένα χωρατό και να τον δω να γελάει με την καρδιά του ξανά στο καφενείο. Μου δινε δύναμη και κουράγιο να αντέξω αμέτρητους χειμώνες. Και άντεχα. Άντεχα και τον ευχαριστούσα.
Ώσπου έφτασε εκείνο το καλοκαίρι πριν δυό χρόνια. Είδα την καρέκλα του μπάρμπα Γιώργη μονάχη και το τραπεζάκι του αδειανό, χωρίς επάνω το ρολόι και τον καφέ του. Από τότε δεν είδα κανέναν άλλο να κάτσει ποτέ στο ίδιο τραπεζάκι. Λες και όλοι περίμεναν, ότι κάποια στιγμή θα ξαναφανεί. Ότι θα τον ξαναδείς να χαζεύει το πέλαγο και να περιμένει τον ήλιο να βουτήξει στο γαλάζιο για ακόμη μια φορά.
Δεν λυπήθηκα που έφυγε. Όχι. Δεν λυπήθηκα γιατί ξέρω ότι έφυγε έτσι όπως ήθελε. Ευτυχισμένος και γεμάτος. Έτσι όπως έλεγε, ότι θα έπρεπε όλοι μας να είμαστε. Λυπήθηκα μόνο, γιατί δεν είχα την ευκαιρία να τον χαιρετήσω, πίνοντας ένα τελευταίο ρακί μαζί του. Δεν πειράζει όμως. Κάποτε θα τον ξανασυναντήσω, είμαι σίγουρος. Και τότε δεν θα χορταίνω να τον βλέπω να γελά και να λέει αστεία. Και πιστεύω πως ήδη εκεί, στον Παράδεισό του, θα του χουν κρατήσει ένα μπλε τραπεζάκι, το κομπολόι του κι ένα πέλαγο να αγναντεύει. Και θα τον ακούν να γελάει δυνατά. Κάθε μέρα.
Λες κι ήταν εκεί από πάντα…