Η πρόσκληση για μία επίσκεψη στο παλιό μου σχολείο, είχε έρθει πριν ακόμα την αλλαγή του καινούριου χρόνου. Για κάποιο λόγο όμως, ήθελα αυτή η όμορφη εμπειρία να σφραγίσει το καινούριο έτος και η επίσκεψη μου στο 2ο Δημοτικό σχολείο Ύδρας να γίνει με το ξεκίνημα αυτής της χρονιάς, κάπου στη διάρκεια του Ιανουαρίου…
Είχα να επισκεφτώ το νησί μου πάνω από δέκα χρόνια μέσα στη μέση του χειμώνα, και αυτή, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία.
Με πολύ τρυφερότητα ετοίμασα το ταξίδι μου, και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα αργά το βράδυ Κυριακής να κοιμάμαι στο δωμάτιο του σπιτιού μου στην Ύδρα, με την γλυκιά αγωνία να ξυπνήσω νωρίς το πρωί για να πάω σχολείο.
Πόσο όμορφη σκέψη πραγματικά…
Τα βήματα μου, σαν μαγεμένα, με οδήγησαν το πρωί της επόμενης ημέρας μπροστά στη μεγάλη σιδερένια πόρτα της αυλής. Ένα μεγάλο λουκέτο κλειδωμένο από τη μέσα μεριά, με έκανε να σταθώ για λίγο και σαν σε σύννεφο να παρατηρώ την αυλή που έφερνε τόσες ξεχασμένες εικόνες στο μυαλό μου.
Δεν πρόλαβα να μείνω για πολύ στο γλυκό μου όνειρο, και μερικά χαριτωμένα παιδικά προσωπάκια άρχισαν να πλησιάζουν χαρούμενα την είσοδο φωνάζοντας «ήρθε ο ποιητής, ήρθε ο ποιητής…».
Και ήταν τόσο μεγάλα τα χαμογελά τους και τόσο ευγενικό το βλέμμα τους, που για μια στιγμή, ένιωσα πως ήμουν και εγώ ένα μικρό παιδάκι που γεμάτο ενθουσιασμό ήμουν έτοιμος να φωνάξω «ήρθε ο ποιητής, ήρθε ο ποιητής…»
Η εμφάνιση της «Κυρίας Αρετής» , μίας από τις τρείς δασκάλες του σχολείου, έκανε την παρουσία μου επίσημη πλέον στο σχολείο και όλοι μαζί, δασκάλα και μαθητές, κατευθυνθήκαμε στην τάξη εκείνη που είχα υπάρξει μαθητής της Ά’ και της Β’ Δημοτικού.
Το συναίσθημα ήταν πολύ περίεργο…
Ήταν το ίδιο εκείνο μέρος που έμαθα να γράφω τα πρώτα μου γράμματα, τις πρώτες μου λέξεις, τους πρώτους μου αριθμούς.
Κοιτούσα τα τεράστια ξύλινα παράθυρα που τότε μου φαινόντουσαν σαν γίγαντες ενώ τώρα, έμοιαζαν τόσο οικεία, φιλικά και γερασμένα…
Με τα κοριτσάκια δίπλα μου, συμμαθήτριες της ανιψιάς μου στο ίδιο σχολείο, να χοροπηδούν από τη χαρά τους τριγύρω μου και να με γεμίζουν χαμόγελα, νόμιζα ότι είχα έρθει στο πιο όμορφο και χαρούμενο σημείο του κόσμου. Και πραγματικά, η όλη αίσθηση ήταν πολύ κοντά σε όλο αυτό.
Σε λίγη ώρα μαζευτήκαμε στην τάξη της Γ’ και της Δ’ όπου εγώ υπήρξα μαθητής της Ε’ και της ΣΤ’ Δημοτικού.
Στο μεγάλο παράθυρο αριστερά της εισόδου, υπήρχε ένα μικρό αρκουδάκι. Οι δασκάλες του σχολείου είχαν θυμηθεί μία από τις εμπειρίες που τους είχα εκμυστηρευτεί και θέλησαν να κάνουν το χώρο λίγο πιο οικείο σε εμένα.
Θυμάμαι, τριάντα χρόνια πριν, όταν δεν είχα βγει, ούτε φανταζόμουν πως θα βγω ξανά από τα σύνορα της Ύδρας, δύο συμμαθήτριες μας και αγαπημένες φίλες στο παρόν, η Κάθριν και η Καρολάιν, είχαν φέρει από την Αγγλία ένα τεράστιο λούτρινο αρκουδάκι ελέφαντα. Το είχαν βάλει στο μεγάλο παράθυρο και όλοι οι υπόλοιποι κοιτούσαμε με θαυμασμό το περίεργο αυτό πλάσμα μου έμοιαζε τόσο φιλικό και τρυφερό και δεν θέλαμε παρά μόνο να το αγκαλιάσουμε και να καθίσουμε για λιγάκι δίπλα του. Δεν είχαμε δει ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο από κοντά, ίσως μόνο στην ασπρόμαυρη τότε τηλεόρασή μας…
Σε ανάμνηση αυτής την όμορφης εμπειρίας λοιπόν, ένα πολύ μικρότερο αρκουδάκι ήταν στην ίδια θέση, στο μεγάλο εκείνο φωτεινό παράθυρο, για να μου θυμίσει μερικές από εκείνες τις υπέροχες ημέρες της παιδικής αθωότητας…
Συστηθήκαμε λοιπόν με τα παιδιά, «κλείσαμε» παιχνιδιάρικα το μάτι ο ένας στον άλλον και αμέσως μετά, ένα ένα, μου έδινε τις ζωγραφιές που είχε ζωγραφίσει εμπνευσμένες από κάποιο ποίημα μου.
Και ήταν τόσο υπέροχο να βλέπεις μία παρέα μικρών παιδιών να μπορούν να καταλάβουν μερικούς τόσο συμβολικούς στίχους, που ήταν στιγμές που νόμιζα ότι ήμουν ανάμεσα στους ενήλικους φίλους μου…
Διαβάσαμε το δικό μου αγαπημένο ποίημα και στη συνέχεια το δικό τους αγαπημένο ποίημα, το «Κοχύλι», που νομίζω δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι θα είχε τέτοια θερμή υποδοχή. Δεκαπέντε από τις 35 ζωγραφιές που έλαβα, είχα εμπνευστεί από το συγκεκριμένο ποίημα. Τι υπέροχο πράγμα η παιδική φαντασία…
Όλοι μαζί στη συνέχεια γράψαμε ένα μικρό ποίημα, γελάσαμε, λύσαμε απορίες για το πώς γίνεται κάποιος «ποιητής», μιλήσαμε για τα δικά μου παιδικά χρόνια, τα δικά μου όνειρα και συμφωνήσαμε ότι στη ζωή δεν πρέπει ποτέ να πάψεις να προσπαθείς και να ακολουθείς τα όνειρα σου όσο μεγάλα και δύσκολα και αν αυτά φαντάζουν…
Καθισμένος στη ξύλινη επιφάνεια της μικρής έδρας, προσπαθούσα να βρω τον δικό μου μικρό εαυτό, καθισμένο κάπου εκεί, ανάμεσα σε αυτά τα τρυφερά πρόσωπα που συνέχιζαν συνεχώς να με εκπλήσσουν με την ευγένεια τους, τους τρόπους τους και τα τεράστια χαμογελά τους.
Και αισθανόμουν τόσο χαρούμενος για αυτά τα παιδιά που είχαν την ευκαιρία να έχουν αυτές τις υπέροχες δασκάλες στο πλάι τους, να τα φροντίζουν, να τα καθοδηγούν και πάνω από όλα να νοιάζονται. Έβλεπα με πόσο σεβασμό τις κοιτούσαν τα παιδιά και ένιωθα ήρεμος γνωρίζοντας σε πόσο ασφαλή χέρια είχαν εμπιστευτεί οι φίλοι γονείς τα υπέροχα παιδιά τους.
Εντυπωσιάστηκα όχι μόνο από το ήθος και το ενδιαφέρον των δασκάλων αλλά και από τη δουλεία που φάνηκε να κάνουν οι γονείς στο σπίτι, γονείς που πολλοί από αυτούς ήταν παλιοί συμμαθητές, παλιοί φίλοι, συγγενείς, γείτονες, παιδιά που κάποτε είχα παίξει μαζί τους…
Η όμορφη συνάντηση στο παλιό μου σχολείο, έκλεισε με την ανάγνωση, για πρώτη φορά δημοσίως, τους πρώτου μου παιδικού παραμυθιού. Και αυτό για εμένα ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή και μια ιδιαίτερη τιμή, ειδικά που την μοιράστηκα με τα «δικά» μου παιδιά, στο δικό μου αγαπημένο και αξέχαστο σχολείο.
Κλείσαμε λοιπόν τις κουρτίνες, σβήσαμε τα φώτα, φανταστήκαμε ότι είχαμε πάει το χρόνο πίσω, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, και το ταξίδι ξεκίνησε…
Σαν μικροί άγγελοι άκουγαν κάθε μου λέξη, κοιτούσαν με απίστευτο ενδιαφέρον την εικονογράφηση και υπήρχαν στιγμές που δεν ακουγόταν ούτε μία ανάσα στο χώρο, κάνοντας με να νιώθω απίστευτα τυχερός και ευλογημένος που μπόρεσα να ζήσω μια τέτοια στιγμή και μπόρεσα να δω να ντύνεται με τόση θετική ενέργεια η τρυφερή ιστορία του νεαρού Νυκολύκου.
Καθώς ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του παραμυθιού, προσπαθούσα να αποτυπώσω στο μυαλό μου όσον το δυνατό περισσότερα παιδικά πρόσωπα και αυτό το απίστευτο μαγεμένο βλέμμα μιας παρέας παιδιών που έμοιαζε να ταξιδεύει στη μακρινή Ντουλαποχώρα, στο χιονισμένο τοπίο του παραμυθιού και στις αυλές του μικρού ζωολογικού κήπου…
Όμως ο χρόνος δεν είναι ποτέ τόσο φιλικός όσο φανταζόμαστε ή θέλουμε να πιστεύουμε, και η ώρα για το σχόλασμα είχε σχεδόν πλησιάζει.
Και εκείνη ακριβώς ήταν η πιο δύσκολη ώρα. Η ώρα που έπρεπε να αποχαιρετίσεις αυτά τα φωτεινά πρόσωπα και να αφήσεις πίσω σου, για ακόμα μια φορά, ένα σχολείο που είχες αποχαιρετήσει ξανά πριν 30 ολόκληρα χρόνια.
Λίγο πριν σηκωθώ από την ξύλινη έδρα, μικρά χαρτάκια έφταναν στα χέρια μου και παιδικές φωνούλες γεμάτες λαχτάρα και ενθουσιασμό ζητούσαν ένα αυτόγραφο για τα ίδια, τα αδέλφια τους ή τη μαμά τους.
Και ήταν τόσο φωτεινά εκείνα τα πρόσωπα, που παρόλο που δεν συμφωνώ με τις συμπεριφορές Rock Star στο χώρο των γραμμάτων και του πολιτισμού, ξεκίνησα δειλά και χαμογελώντας αμήχανα να γράφω τα ονόματα τους και να βάζω από κάτω τη μεγάλη μου υπογραφή που φάνηκε να τους έκανε μεγάλη εντύπωση. Πώς να πεις όχι σε δύο πανέμορφα αγγελικά μάτια που υπογράφοντας τους ένα τόσο δα μικρό κομματάκι χαρτί νιώθουν για μία στιγμή πως τους δίνεις τον κόσμο ολόκληρο;
Χαιρετηθήκαμε με τις δασκάλες του σχολείου, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη φορά και βγήκα στην αυλή.
Μια παρέα από έξι, επτά παιδάκια με παρακαλούσαν να μείνω ή να έρθω και αύριο, κάνοντας τη ψυχή μου να λυγίζει και την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια.
Πόσο δύσκολο να αποχωρίζεσαι 35 υπέροχα πλάσματα που σε κοιτούν γεμάτα αγάπη κατάματα; Πόσο δύσκολο να αποχωρίζεσαι ένα σχολείο που σε έμαθε να ονειρεύεσαι, να σέβεσαι, να αγαπάς και να ελπίζεις;
Πόσο δύσκολο να αφήνεις πίσω σου μια τέτοια «αγκαλιά» που εκεί μέσα κρύβεται όλο το φώς και το χρώμα του κόσμου;
Πόσο τυχεροί ήμασταν τελικά όσοι μεγαλώσαμε σε ένα τέτοιο μέρος, σε έναν τέτοιο μικρό παράδεισο, που παρά τις δυσκολίες του, παρά τις αντιξοότητες και την αμέτρητη μοναξιά, μας έκανε να αγαπήσουμε τους εαυτούς μας, αυτό που είμαστε και αυτό που θέλουμε να γίνουμε.
Αφιερώνω αυτό το γράμμα στα μικρά και φωτεινά πλάσματα τους 2ου Δημοτικού σχολείου Ύδρας, του δικού μου σχολείου, που μαζί με τις υπέροχες δασκάλες τους, με γύρισαν πίσω στο χρόνο, με συγκίνησαν, με τίμησαν και με έκαναν να νιώσω περήφανος για όσα χρειάστηκε να παλέψω στη ζωή μου προκειμένου να κάνω τα δικά μου όνειρα πραγματικότητα.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Χρήστος Δασκαλάκης