“Δεν είναι αποστειρωμένο.”
Την κοίταξα. Δεν φτάνει που είμαι νηστικός, που περίμενα τόση ώρα στην ουρά γιατί όλοι Δευτέρα πρωί κάνουν εξέταση αίματος από ότι φαίνεται, τώρα δεν της άρεσε το δοχείο μου. Αν δεν κάνω λάθος ήταν από ελιές πράσινες. Αυτές με το αμύγδαλο στη μέση. Νόμιζα ότι άρεσαν στον γιο μου, αλλά τελικά έφαγε τις ελιές και εγώ όλα τα αμύγδαλα. Δεν βλέπω κανέναν λόγο να πρέπει να αγοράζω πλαστικό ουροδοχείο. Γυάλινο τόσα χρόνια δεν πείραζε κανέναν. Πιο πολύ θα επηρεάσει τα αποτελέσματα που έφαγα όλα τα αμύγδαλα, παρά αν δεν το καθάρισα καλά μετά.
Αυτό που με διασκεδάζει με τέτοια αντικείμενα είναι ο τρόπος που όλοι ντρέπονται. Τα βάζουν μέσα στο κουτί από το φαρμακείο για να μην φαίνονται. Άλλοι τα καλύπτουν με τις συνταγές του ΙΚΑ όσο μπορούν. Εγώ το είχα φόρα παρτίδα. Περήφανα. Κάθε φορά που κουνιόταν η ουρά της αναμονής, το έβαζα κι αλλού. Στο τραπεζάκι με τα περιοδικά. Ναι ρε, δεν έχει μικρόβια. Είναι κλειστό! Στον πάγκο πριν το ταμείο. Σαν μηλοχυμός μοιάζει. Να θυμηθώ μην το πιω κατά λάθος.
Και όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο σημαντικό μου φαινόταν αυτό το ταπεινό ουροδοχείο. Όταν μου έδωσαν ένα άλλο, πλαστικό, πήγα στην τουαλέτα να το φωτογραφίσω. Σκέφτηκα μήπως μεταφέρω τα ούρα προς τιμή του μην πάει άδοξα. Όπως τόσα άλλα πράγματα στην χώρα μου που τα πετάξαμε, βάλαμε εισαγόμενα χωρίς λόγο και αιτία. Για κάποια προδιαγραφή, κάποιο συμφέρον. Μια ντιρεκτίβα ήρθε, κάποιος τα έφαγε, κανείς δεν κατάλαβε γιατί και πως, όλοι ψαχνόμαστε. Δεν μπορούμε καν να ξεμπλέξουμε αναδρομικά τις ευθύνες.
Μου είχαν κολλήσει και το όνομα στο καινούργιο. Σάμπως το άλλο που είχε παλιά ελιές θα το μπέρδευαν; Μόνο εγώ έφερα παλιό γυάλινο έτσι. Είμαι ο περίεργος, ο γραφικός, ο εθνικιστής, ο κολλημένος.
Βάλ’τε μου την ταμπέλα στο κούτελο, όχι στο ουροδοχείο.